κακομηδής

κακομηδής
κᾰκο-μηδής, ές, ([etym.] μῆδος)
A contriving ill, deceitful, h.Merc.389.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακομηδής — κακομηδής, ές (Α) αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται το κακό, απατηλός, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μηδής (< μήδομαι), πρβλ. θρασυ μηδής] …   Dictionary of Greek

  • κακομηδέα — κακομηδής contriving ill neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κακομηδής contriving ill masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”